προείργω

προείργω
Α
βλ. προεέργω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προεέργω — και άχρ. τ. προείργω Α (επικ. τ.) εμποδίζω ή σταματώ κάποιον στεκόμενος μπροστά του («πάντως δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐέργω, άλλος τ. τού ἔργω «εμποδίζω, αποτρέπω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”